Πτολεμαίω

Πτολεμαίω
Πτολεμαί̱ω , Πτολεμαῖος
masc nom/voc/acc dual
Πτολεμαί̱ω , Πτολεμαῖος
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πτολεμαίῳ — Πτολεμαί̱ῳ , Πτολεμαῖος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”